- κατασκοπεύοντας
- κατασκοπεύωpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκάθημαι — Α [κάθημαι] 1. κάθομαι πάνω σε κάτι 2. κάθομαι σε ψηλότερο σημείο παρατηρώντας με προσοχή ή κατασκοπεύοντας κάποιον … Dictionary of Greek